- κοντραπλακέ
- το(άκλ., λ. γαλλ.), λεία σανίδα που κατασκευάζεται με συγκόλληση πολύ λεπτών ξύλινων φύλλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοντραπλακέ — το λεπτό λείο σανίδι που αποτελείται από λεπτότερες ξύλινες επενδύσεις πιεσμένες και συγκολλημένες κατά στρώματα και τοποθετημένες με τρόπο ώστε οι ίνες τους να διασταυρώνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. contreplaque] … Dictionary of Greek
αντικολλητό — το τεχνολ. σύνθετο φύλλο ξύλου που κατασκευάζεται από τρία ή περισσότερα στρώματα κολλημένα μεταξύ τους, έτσι ώστε οι ίνες των διαδοχικών στρωμάτων να σχηματίζουν μεταξύ τους ορθή γωνία, αλλ. κοντραπλακέ … Dictionary of Greek
ξυλοκοπτική — η κατασκευή μικρών κομψοτεχνημάτων από κοντραπλακέ … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
σαπέλι — το, Ν εμπορική ονομασία ροδόχρωμου ή ερυθρού ξύλου αφρικανικής προέλευσης, αρκετά λεπτού και σκληρού, κατάλληλου για την κατασκευή αντικολλητού, τού κοντραπλακέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sapele / sapeli από ιθαγενή ονομ. τής Δυτικής Αφρικής] … Dictionary of Greek